ἀποπλέκω

ἀποπλέκω
ἀποπλέκω,
A separate, [voice] Pass.,

συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos.

Alch.p.110B.: esp. in [tense] pf. part. -πεπλεγμένος, η, ον, divorced, separated,

γυνή PGen.19.3

(ii A.D.);

ἀνήρ BGU118ii11

(ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποπλέκω — (AM ἀποπλέκομαι) νεοελλ. 1. τελειώνω το πλέξιμο 2. ( ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι μσν. ( ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι αρχ. αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”